ασφράγιστος

ασφράγιστος
-η, -ο (AM ἀσφράγιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σφραγιστεί, που δεν φέρει σφραγίδα
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει κλειστεί με σφραγίδα
2. φρ. «δόντι ασφράγιστο» — που δεν έχει κλειστεί με στερεό μίγμα
3. «ασφράγιστα γραμματόσημα» — αυτό που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ούτε έχουν επικολληθεί σε επιστολή ή αλλού και διατηρούν τη γόμα τους
μσν.
όποιος δεν έχει λάβει τη σφραγίδα της δωρεάς με το Άγιο Μύρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀσφράγιστος — not sealed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασφράγιστος — η, ο 1. (για έγγραφα κτλ.), αυτός που δε σημάνθηκε με σφραγίδα: Ξέχασες το έγγραφο ασφράγιστο. 2. (για επιστολές κτλ.), αυτός που δεν κλείστηκε, που έμεινε ανοιχτός: Έστειλε το γράμμα ασφράγιστο. 3. (για δόντια), αυτός που δε βουλώθηκε με ειδική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσφράγιστον — ἀσφράγιστος not sealed masc/fem acc sg ἀσφράγιστος not sealed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφραγίστοις — ἀσφράγιστος not sealed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφραγίστους — ἀσφράγιστος not sealed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφραγίστων — ἀσφράγιστος not sealed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφράγιστα — ἀσφράγιστος not sealed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφράγιστοι — ἀσφράγιστος not sealed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατασήμαντος — ἀκατασήμαντος, ον (Α) [κατασημαίνομαι] 1. ασφράγιστος, άγραφος 2. «ἀκατασήμαντον ἔνταλμα», παραγγελία προφορική …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԿՆԻՔ — (կնքի, ից.) NBH 1 0175 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 12c ա. ἁσφράγιστος non obsignatus Որ չէ կնքեալ, չունօղ զկնիք կամ զդրոշմ եւ զնշան. ... *Անկնիք ոսկի դիւրաւ ձեռնարկանելի է գողոց. Բրս. մկրտ.: *Զկնքելովք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”