ἀσφράγιστος — not sealed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφράγιστος — η, ο 1. (για έγγραφα κτλ.), αυτός που δε σημάνθηκε με σφραγίδα: Ξέχασες το έγγραφο ασφράγιστο. 2. (για επιστολές κτλ.), αυτός που δεν κλείστηκε, που έμεινε ανοιχτός: Έστειλε το γράμμα ασφράγιστο. 3. (για δόντια), αυτός που δε βουλώθηκε με ειδική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσφράγιστον — ἀσφράγιστος not sealed masc/fem acc sg ἀσφράγιστος not sealed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφραγίστοις — ἀσφράγιστος not sealed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφραγίστους — ἀσφράγιστος not sealed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφραγίστων — ἀσφράγιστος not sealed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφράγιστα — ἀσφράγιστος not sealed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφράγιστοι — ἀσφράγιστος not sealed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατασήμαντος — ἀκατασήμαντος, ον (Α) [κατασημαίνομαι] 1. ασφράγιστος, άγραφος 2. «ἀκατασήμαντον ἔνταλμα», παραγγελία προφορική … Dictionary of Greek
ԱՆԿՆԻՔ — (կնքի, ից.) NBH 1 0175 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 12c ա. ἁσφράγιστος non obsignatus Որ չէ կնքեալ, չունօղ զկնիք կամ զդրոշմ եւ զնշան. ... *Անկնիք ոսկի դիւրաւ ձեռնարկանելի է գողոց. Բրս. մկրտ.: *Զկնքելովք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)